-
1 μέλισσα
[мэлисса] ουσ. Θ. пчела,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέλισσα
-
2 пчела
-
3 пчела
-ы, πλθ. пчлы θ. μέλισσα•рабочая пчела η εργάτιδα μέλισσα.
-
4 пчела
зоол. η μέλισσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пчела
-
5 трутовка
зоол. η μέλισσα-εργάτρια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трутовка
-
6 мелисса
мелиссаж бот. ἡ μέλισσα, τό μελισ-σοχορτο[ν], τό μελισσοβότανο[ν]. -
7 пчела
пчел||аж ἡ μέλισσα:рабочие пчелы οἱ ἐργάτιδες μέλισσες. -
8 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
9 пчела
[πτσιλά] ουσ. θ. μέλισσα -
10 пчела
[πτσιλά] ουσ θ μέλισσα -
11 мелисса
-ы θ.μέλισσα η φαρμακευτική, το μελισσόχορτο, μελισσοβότανο. -
12 трутовка
-и θ.μέλισσα-μητέρα των κηφήνων.
См. также в других словарях:
Μέλισσα — madhu lih fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — madhu lih fem nom/voc sg μελίζω dismember aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
Μέλισσα των Αθηνών — Μηνιαίο αθηναϊκό περιοδικό σύγγραμμα. Ιδρύθηκε από τον A. N. Γούδα. Το περιοδικό αυτό ήταν βραχύβιο (1864 65) και κυκλοφόρησε ως η δεύτερη περίοδος της επιθεώρησης Η εν Αθήναις Ιατρική Μέλισσα (1853 59) … Dictionary of Greek
Μέλισσα — Sp Mèlisa Ap Μέλισσα/Melissa L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μέλισσα — η έντομο υμενόπτερο που παράγει μέλι και κερί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιατρική Μέλισσα — Τίτλος μηνιαίου ιατρικού περιοδικού που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Αναστάσιο Γούδα στο διάστημα 1853 58. Κατά το 1864 65 επανεκδόθηκε με τον τίτλο Μέλισσα Ιατρική … Dictionary of Greek
Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του … Dictionary of Greek
Μελίσσας — Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem acc pl Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) Μελίσσᾱς , Μελίσσευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίσσας — μελίσσᾱς , μέλισσα madhu lih fem acc pl μελίσσᾱς , μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) μελίσσᾱς , μελίζω dismember aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελίττας — Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem acc pl Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) Μελίσσᾱς , Μελίσσευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)